«Μην το λες, δεν σου φαίνεται»
«Το όνομά μου είναι Μαριάννα, πάσχω από ψυχική διαταραχή. Λέγεται συναισθηματική ψύχωση διπολικού τύπου», είναι οι πρώτες συστάσεις από τη Μαριάννα, λήπτρια υπηρεσιών ψυχικής υγείας, ένα ζωντανό βιβλίο που καταρρίπτει σε ελάχιστα λεπτά οποιαδήποτε προκατάληψη για τους πάσχοντες από ψυχικές διαταραχές.
«Συμμετέχω στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη για να μετατραπεί η ασθένεια σε προσόν, να μπορώ να βοηθώ τους άλλους ανθρώπους να κατανοήσουν το πρόβλημα, γιατί συνήθως οι αναγνώστες που έρχονται σ’ εμένα δεν έχουν μια κακή εικόνα για την ψυχική ασθένεια, αλλά μπορεί να έχουν περιστατικό στο σπίτι ή να πάσχουν και οι ίδιοι κι έχουν αγωνίες. Θέλουν να μάθουν, πολλές φορές κάνουν το λάθος και με ρωτάνε τι συμπτώματα έχω. Αυτά μπορεί να τα πει μόνο ένας γιατρός, αλλά παρακολουθούν την πορεία της ζωής μου κι από τη στιγμή που παρουσίασα την ασθένεια δεν σταμάτησε η ροή της. Συνέχισε, με άλλες δεξιότητες. Είχα σπουδάσει στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό κι αρρώστησα μεγάλη, στα 30 μου, που σημαίνει ότι είχα μια ωραία φοιτητική ζωή, είχα ερωτευτεί, πράγμα που δεν προλαβαίνουν συνήθως παιδιά, καθώς η πάθηση εμφανίζεται στην ηλικία των 17-18 ετών. Αρρωσταίνουν περισσότερο έφηβοι. Αρρώστησα, αλλά η ζωή δεν σταμάτησε εκεί. Ανάλογα με τις νέες δεξιότητές μου, γιατί δεν είχα την ίδια ικανότητα συγκέντρωσης και μνήμης, προετοιμάστηκα ως γραμματέας και εργάστηκα για τέσσερα χρόνια. Ήταν μια καλή συνεργασία και σταμάτησε άδοξα λόγω κακοδιαχείρισης ευρωπαϊκών κονδυλίων. Έχουν περάσει τρία χρόνια και δεν έχω βρει εργασία».
Στην οικογένεια δεν υπήρχε άλλο μέλος με ανάλογο ιστορικό, αυτό δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο να συνειδητοποιήσουν άμεσα ποιο ήταν το πρόβλημα και να στραφούν στον κατάλληλο ειδικό.
«Κανένας από την οικογένειά μου δεν είχε ψυχική πάθηση, γι’ αυτό και υπήρξε πανικός. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τα συμπτώματά μου, γιατί θεωρούσα ότι είμαι υγιής, δεν είχα αυτεπίγνωση για την πάθηση. Όταν πρωτο-αρρώστησα, δούλευα σε ασφαλιστική εταιρεία κι άρχισα να βλέπω και ν’ ακούω πράγματα που δεν υπάρχουν. Γύρισα σπίτι, ανησύχησαν οι γονείς και κάλεσαν νευρολόγο, γιατί θεωρούσαν ότι δεν ήταν η κατάστασή μου για ψυχίατρο, δεν μπορούσαν να το αποδεχτούν. Μετά από ενάμιση χρόνο πήγα σε ψυχίατρο, όπου ήμουν νοσηλευόμενη στο σπίτι μου, εγώ και οι παραισθήσεις μου, γιατί τα φάρμακα που μου έδινε ο νευρολόγος δεν ήταν αρκετά.
Το καλό με τη Ζωντανή Βιβλιοθήκη είναι ότι έχω ένα feedback με τους αναγνώστες κι αυτό με ανακουφίζει. Δεν έχω βρει κανέναν μέχρι στιγμής που να είναι κατά της ψυχικής διαταραχής».
Την ρωτούν πολλά, άλλοι για να βρουν απαντήσεις στα ερωτήματα που φοβούνται να θέσουν στους ειδικούς, άλλοι προσπαθώντας να καταλάβουν πώς συνέβη ή πώς διαχειρίζεται τη ζωή της μετά. Ας ξεκινήσουμε, όμως, από την αρχή, που σχεδόν σε κάθε αξιόλογη ιστορία εμπεριέχει τον έρωτα.
«Ο πρώτος έρωτας καλά πήγε, ο δεύτερος είχε άδοξο τέλος. Ήθελα να βρω έναν τρόπο να με σεβαστούν οι συνεργάτες μου ως αντιστάθμισμα του πλήγματος που είχα από τον χωρισμό. Εργάστηκα ως ασφαλίστρια, εργαζόμουν από το πρωί ως το βράδυ, τα μεσημέρια δίδασκα σε ιδιαίτερα μαθήματα. Με αποτέλεσμα να εξουθενωθώ κι εκεί παρουσιάστηκε η ψυχική διαταραχή. Πρώτα, ήμουν μια κοπέλα που εκπαίδευε παιδιά για τη διάπλαση του ήθους τους. Στην ασφαλιστική εταιρεία, ενώ στην αρχή πήγα για να βρίσκω τις ανάγκες των πελατών, μετά έπρεπε να είμαι το ‘οπλοπολυβόλο’ που θα φέρνει τα συμβόλαια στην εταιρεία. Μεγάλη διαφορά.
Με δραματικό τρόπο βρήκα τους καινούργιους ρυθμούς μου, γιατί ενώ προ τριών ετών είχα κάνει μια αίτηση να εργαστώ σε φροντιστήριο, με θυμήθηκαν αφού είχα αρρωστήσει. Πήγα, με βοήθησαν να εργαστώ, μου έδωσαν σημειώσεις οι άνθρωποι, αλλά εκεί αρρώστησα μπροστά στα παιδιά. Ήταν τέτοιο το πλήγμα, που αποφάσισα να μην εργαστώ ως φιλόλογος. Δεν είναι εύκολο να μιλάς και να βλέπεις τα παιδιά να φεύγουν λίγα-λίγα έξω από την αίθουσα τρομαγμένα».
Όσο δύσκολο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου και τη ζωή σου να αλλάζει. Στην ερώτηση αν οι ψυχικές νόσοι υπάρχουν εκ γενετής κι εμφανίζονται στην πορεία ή κάθε άνθρωπος υπό συγκεκριμένες συνθήκες και γεγονότα μπορεί να εμφανίσει, ο ψυχίατρος δεν έδωσε μια ξεκάθαρη απάντηση.
«Δεν θέλησε να πάρει θέση. Οι γιατροί δεν παίρνουν θέση σ’ αυτό το ζήτημα, απλώς σου λένε ότι η λειτουργία του εγκεφάλου δεν έχει χαρτογραφηθεί, γιατί είναι πολύ δύσκολο. Φρόντιζε να μάθει τα συμπτώματα της πάθησης και την οικογενειακή μου ιστορία, γιατί προφανώς παίζουν ρόλο κι οι εξωγενείς παράγοντες».
Οι γιατροί είναι, επίσης, αρνητικοί στη σύναψη ερωτικών σχέσεων των ασθενών, πιθανότατα επειδή φοβούνται τις συνέπειες των ψυχικών και συναισθηματικών μεταπτώσεων. Η Μαριάννα, ωστόσο, διατηρεί δεσμό με έναν κύριο, επίσης λήπτη υπηρεσιών ψυχικής υγείας με συμμάχους τους το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και τους αναγνώστες που κάθε φορά της εύχονται ενθουσιασμένοι ‘βίο ανθόσπαρτο’.
Η ψυχική διαταραχή της Μαριάννας έχει δύο φάσεις, «τη μανία, είμαι σε κατάσταση υπομανίας όπου ακούω και βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν, και μετά είναι η κατάθλιψη, το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο, γιατί κατηγορεί τον εαυτό του για όλα».
Την απασχολούν πολλά θέματα, ένα πολύ βασικό είναι αυτό της εργασίας και της αυτοσυντήρησης, αλλά και οι οικογενειακές σχέσεις με τα όριά τους.
«Ζω με τον πατέρα μου. Προσπαθώ να μπω σε διάφορα σεμινάρια που θα με εκπαιδεύσουν για να εργαστώ σε κοινωνικές επιχειρήσεις. Ένας χρόνος προσπάθειας πήγε στο βρόντο, γιατί κάναμε ομηρικούς καβγάδες με μηδενικό αποτέλεσμα. Ποια είναι η δυνατότητα αντίδρασης όταν εξαρτάσαι οικονομικά από άλλον; Ίδια άρνηση συνάντησα και στις κοινωνικές επιχειρήσεις, όπου θα έχανα το βιβλιάρια απορίας με τα οποία παίρνω δωρεάν τα φάρμακά μου, τα οποία είναι πολύ ακριβά και φυσικά, φοβόμαστε να εμπιστευθούμε μια κοινωνική επιχείρηση».
Δεν πτοείται, όμως, συμμετέχει διαρκώς σε σεμινάρια που την ενδιαφέρουν κι έχει τη δυνατότητα. Παρακολουθώντας ένα σεμινάριο για ΑμεΑ έμαθε και τα δικαιώματα που έχουν, αλλά βρήκε και στήριγμα σε ανθρώπους που μπορούν πραγματικά να βοηθήσουν ψυχολογικά και έμπρακτα. Η Ζωντανή Βιβλιοθήκη είναι ακόμη μια δημιουργική διέξοδος.
«Για μένα η Ζωντανή Βιβλιοθήκη είναι το βήμα που μπορώ να εκφραστώ για το στίγμα σε βάρος των ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κυρίως, τον αυτοστιγματισμό που είναι η πιο επικίνδυνη πλευρά. Ένας ψυχικά ασθενής εσωτερικεύει ό, τι του έχουν μεταδώσει με το κοινωνικό στίγμα, ό,τι θεωρούν οι άλλοι άνθρωποι στιγματισμό, ότι είναι ανίκανοι, άχρηστοι, επικίνδυνοι. Ο ασθενής τα εσωτερικεύει, τα θεωρεί δικά του προβλήματα και μπορεί να παρουσιάσει έλλειψη αυτοεκτίμησης, αυτοεγκατάλειψη ή και θυμό, τάσεις αυτοκαταστροφής, είναι πολύ σοβαρό αυτό το θέμα.
Ευτυχώς, οι δικοί μου γονείς δεν με κλείδωσαν στο σπίτι για να μη φαίνομαι. Έβγαινα έξω με τα συμπτώματά μου, τις φωνές μου, γδυνόμουν, έμπαινα σε σιντριβάνια, πήγαινα στην εκκλησία, έκανα διάφορα, ίσως να ήμουν ένας άνθρωπος για λύπηση, αλλά δεν με κλείδωσαν μέσα.
‘Μην το λες, δε σου φαίνεται’ είναι ο τίτλος του βιβλίου μου στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη. Εκεί το λένε, γιατί νομίζουν ότι η ψυχική διαταραχή είναι κάτι κακό. Είναι κάτι που μας επιβαρύνει και πρέπει ν’ αγωνιστούμε πάνω σ’ αυτό, αλλά ο καθωσπρεπισμός δεν έχει θέση σ’ αυτή την ιστορία, γιατί βγαίνουν στην επιφάνεια και αμφιβολίες και συναισθήματα που βιώνουμε όλοι μας. Από τότε που αρρώστησα και μετά, ωρίμασα, κατάλαβα κάποια λάθη που είχα κάνει, ποιες είναι οι δεξιότητές μου, σε ποιους ανθρώπους μπορώ να στηριχθώ, τι είναι πραγματικά άξιο να καλύπτει τον ελεύθερό μου χρόνο. Διαλύθηκε η προσωπικότητα, και σιγά-σιγά, ψηφίδα-ψηφίδα χτίζεται απ’ την αρχή, πιστεύω, πιο δυνατή.
Όταν φεύγουν οι αναγνώστες από τη Ζωντανή βιβλιοθήκη θα ήθελα να χρησιμοποιήσουν τη δική μου ιστορία σαν ψηφίδα της δικής τους ιστορίας. Όχι ότι είναι κάτι το μοναδικό, εξαιρετικό που το λανσάρουμε σε δημόσια κοινή θέα. Όχι, αγαπητοί μου, θα μπορούσα να ήμουν κόρη σας, γυναίκα σας, μητέρα ή δασκάλα σας, κοιτάξτε, είμαι εδώ.
Όπως μαθαίνουμε και μέσω της ενδυνάμωσης, δεν μπορούμε να φτάσουμε να ιαθούν τα συμπτώματα, αλλά μπορούμε να τα κάνουμε να αποτελούν ένα πολύ μικρό κυκλάκι μέσα στην προσωπικότητα που αναπτύσσεται. Το βασικό της κομμάτι είναι η άσκηση ισχύος. Κατά πόσον οι λήπτες υπηρεσιών ψυχικής υγείας μπορούν να επιδράσουν στο περιβάλλον που ζουν και να ζήσουν, όσο το δυνατόν, ανεξάρτητοι.