Ο Νίκος Γαλανός / Φώτο: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS |
«Η ζωή μέσα από τα χέρια μου»
Ο Νίκος είναι ένας πολύ κοινωνικός και δραστήριος άνθρωπος. Είναι εκπαιδευτικός και ψυχολόγος, παράλληλα ασχολείται με τη διαχείριση της ΜΚΟ Δρω και συμμετέχει ως ζωντανό βιβλίο στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη. Κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση και για μουσική, καθώς προτιμάει τη ροκ, αλλά έχει ασχοληθεί και με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Νίκος είναι εκ γενετής κωφός, όπως και η πλειοψηφία της οικογένειάς του.
«Είμαι εκπαιδευτικός, διδάσκω στο Γυμνάσιο-Λύκειο κωφών της Αγ. Παρασκευής, είναι πολύ ικανοποιητικό για μένα να διδάσκω κωφά παιδιά. Είμαι και ψυχολόγος εκ παραλλήλου. Επί του παρόντος, περισσότερο ασχολούμαι ενεργά με την εκπαίδευση. Στη ΜΚΟ ΔΡΩ είμαι διαχειριστής, ασχολούμαι με τα άτομα που εμποδίζονται και στερούνται προσβάσεως με οποιονδήποτε τρόπο στην ελληνική κοινωνία. Έχουμε τρεις άξονες που λειτουργούμε με βάση το κωφό άτομο και όλες τις άλλες αναπηρίες, όπως είναι η εκπαίδευση, ο πολιτισμός και η επικοινωνία-ενημέρωση».
Πριν γίνει εκπαιδευτικός εργάστηκε για 8-9 χρόνια ως φωτογράφος, μετά ο πατέρας του που ήταν πρόεδρος στην Ομοσπονδία Κωφών Ελλάδος του πρότεινε να αναλάβει μια πιο ενεργό δράση κι έτσι εκπαιδεύτηκε, πήγε στο εξωτερικό, καθώς οι ελληνικές δομές είναι -επιεικώς- ανεπαρκείς και βρήκε τη θέση του στον χώρο της εκπαίδευσης κωφών.
«Η πρώτη φορά που έπρεπε να μιλήσω σε αναγνώστη για την ιστορία μου ήταν μια ευκαιρία να δώσω όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσα, οι οποίες βέβαια καθορίζονται πάντα από τις ανάγκες του αναγνώστη. Δεν είχα κάποιο κόμπλεξ, δεν αντιμετώπισα κάποια δυσκολία. Αυτό που σκεφτόμουν ήταν ευτυχώς που έγινε αυτό για να μπορέσω να δώσω πληροφορίες. Το μόνο που αισθανόμουν ήταν μια ευθύνη, αν θέλετε, να σταθώ άξιος στην επιλογή που έκανε ο αναγνώστης και να μπορέσω να λύσω όλες του τις απορίες. Βέβαια, δεν είναι όλες οι απορίες εύκολες, κάποιες είναι δύσκολες, κάποιες είναι εύκολες. Η αλήθεια είναι ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακάλυψα κι εγώ πράγματα για τον εαυτό μου, πράγματα που είχα αφημένα και κλεισμένα μέσα μου βγήκαν στην επιφάνεια, με βοήθησε κι εμένα. Οι απαντήσεις που δίνω ίσως και να απογοητεύουν τους αναγνώστες. Σε κάποια θέματα, κάποια αδιέξοδα που αντιμετωπίζουμε εμείς τα κωφά άτομα τους απογοητεύει, γιατί αναρωτιούνται ‘δε γίνεται τίποτα καλύτερο, έτσι μένουν τα πράγματα;’. Έτσι είναι η πραγματικότητα. Μόνο ένα πράγμα βρίσκω αρνητικό και δεν μ’ αρέσει, κάποιοι που θεωρούν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να με βοηθήσουν, με σκέφτονται σαν καημένο, με βλέπουν με οίκτο. δε μ’ αρέσει. Εγώ τους λέω ότι δεν είναι θέμα οίκτου. Είμαι απλώς ένα βιβλίο, είναι η ζωή μου, έχω περάσει αυτά. Απλά».
Πότε άρχισε να καταλαβαίνει τη διαφορά της δικής του οικογένειας από τις υπόλοιπες των ακουόντων;
«Βίωνα τη ζωή με τον μπαμπά και τη μαμά, αλλά όταν πήγα στο σχολείο άρχισα να καταλαβαίνω τι είναι ο μπαμπάς και η μαμά. Αυτό πρέπει να έγινε γύρω στα πέντε μου χρόνια. Γενικά, οι κωφοί καθυστερούν να πάνε στο σχολείο, καθυστερούν σε εκπαιδευτικά θέματα. Τότε, μάλιστα, εκπαιδευόμασταν στον προφορικό λόγο, δεν υπήρχε η εκπαίδευση στη νοηματική -μιλάμε για το 1965. Άρχισαν να με ενημερώνουν οι γονείς μου, να έχω επαφές με τους γείτονες, να μου λένε ότι πρέπει να κάνεις χειλανάγνωση, γιατί μιλάνε προφορικά κλπ. Έτσι, άρχισα να καταλαβαίνω τη διαφορά και ν’ απογοητεύομαι κάπως, γιατί μου φάνηκε πολύ δύσκολο να το αντιμετωπίσω μεγαλώνοντας. Η μαμά μου μού είπε να μην ανησυχώ, γιατί οι γείτονες έτυχε να είναι ευαισθητοποιημένοι, γνώριζαν την οικογένειά μας, είχαν φιλικές σχέσεις, βέβαια, δεν επικοινωνούσαν στη νοηματική, αλλά με νεύματα, με χειρονομίες. Τότε ήμασταν όλοι παιδιά, δεν ξεχωρίζαμε μεταξύ μας, παίζαμε ποδόσφαιρο όλοι μαζί. Δεν κοροϊδεύαμε ο ένας τον άλλο, ήμασταν όλοι μαζί. Άρχισε να με πειράζει η διαφορά όταν έγινα 9-10 χρονών περίπου, άρχισαν να με κοροϊδεύουν ‘δε μιλάς; Δεν ακούς το αυτοκίνητο;’. Πολλές φορές, δεν με ειδοποιούσαν τα άλλα παιδιά όταν ερχόταν αυτοκίνητο από πίσω. Εκεί, άρχισα να αντιδρώ. Με πείραζε, τσακωθήκαμε με μερικούς, πιαστήκαμε και στα χέρια. Τότε ήταν και της μόδας να τσακωνόμαστε, να ρίχνουμε και καμιά μπουνιά. Παίζαμε τον πόλεμο ως παιχνίδι, πιο επιθετικά. Πολλές φορές, μου έκαναν τον φίλο, μου έπαιρναν τα αυτοκινητάκια, μου έλεγαν ‘δώσε μου αυτό για να σ’ έχω φίλο’.
Όταν μεγάλωσα κι έγινα έφηβος, άρχισα να ντρέπομαι, κρυβόμουν, δεν νοημάτιζα, άρχισα να γίνομαι κομπλεξικός, η μαμά μου μού έλεγε ‘μη νοηματίζεις γιατί μας κοιτούν’. Κι η μαμά είχε το δικό της κόμπλεξ, γιατί είχε επηρεαστεί από τη νοοτροπία της κοινωνίας τότε. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούμε έξω από τη γειτονιά. Μας κορόιδευαν, θυμάμαι, μας έλεγαν ότι κάνουμε σα μαϊμούδες. Η μοναδική που μας υποστήριζε ήταν μια ‘παπαδιά’ που ήταν φανατική χριστιανή, απαγορευόταν να κοροϊδέψει τον οποιοδήποτε. Με έβαλαν νεοκόρο, να κρατώ τη λαμπάδα, να καθαρίζω μέσα στην εκκλησία. Κατάλαβα ότι με καλόπιαναν για να τους κάνω τις δουλειές. Καλό, βέβαια, ήταν αυτό για μένα. Με βοηθούσε ο παπάς, μ’ έβαζε μέσα για να μη με κοροϊδεύουν. Πολλές φορές φώναζε στα άλλα παιδιά ‘μη τον κοροϊδεύετε, επειδή δεν ακούει, μπορεί να μιλήσει, νοηματίζει’. Τους εξηγούσε ο ιερέας πολλά πράγματα. Ήταν σαν θείος μου, έτσι τον θυμάμαι».
Η αντίδραση, όμως, ήρθε, αλλά αργότερα, μαζί με την ωριμότητα ήρθε και η σιγουριά.
«Όταν μεγάλωσα περισσότερο, γύρω στα 20, άρχισα να τσακώνομαι, αντιδρούσα πλέον ανοιχτά. Όταν έφτανα προς τη μέση ηλικία άρχισα να δομώ μια γερή ταυτότητα και να καταλαβαίνω ότι ο κόσμος δεν φταίει. Άρχισα, λοιπόν, να εξηγώ, να προσπαθώ να κάνω τις αλλαγές στην κοινωνία. Βέβαια, αυτά σχετίζονται με την παιδεία που έλαβα από τους γονείς μου. Πιστεύω ότι αν δεν είχα αυτή την παιδεία θα σκεφτόμουν τα πράγματα πολύ διαφορετικά. Και να πω ότι έχω μια κόρη κωφή στην οποία, επίσης, εξηγούσα από μωρό. Και τώρα, είναι πάρα πολύ κοινωνική κοπέλα, πολύ δεκτικός άνθρωπος. Τα αντιμετωπίζει πολύ διαφορετικά λόγω της παιδείας που έχει λάβει».
Ο Νίκος προέρχεται από μία μεγάλη οικογένεια και μάλιστα μεικτή.«Και οι δύο γονείς μου ήταν κωφοί. Έχω ένα αδερφό κωφό κι έναν άλλο ακούοντα. Ο ακούοντας είναι από τον πατριό μου, τον δεύτερο πατέρα μου, ίσως να ευθύνεται κι αυτό. Οι περισσότεροι είναι κωφοί στην οικογένεια. Η μαμά μου έχει άλλα τρία αδέρφια, δύο κωφοί, δύο ακούοντες. Από τα αδέρφια του πατέρα μου οι τέσσερις κωφοί, οι τρεις ακούοντες. Οι γονείς μου γνώριζαν τη νοηματική, ήταν η φυσική τους γλώσσα, αλλά εγώ βγήκα πιο ταλαντούχος στη γλώσσα, γιατί πάντα τα παιδιά ξεπερνούν τους γονείς, είναι φυσικό. Η μαμά μου είναι απόφοιτη του δημοτικού, δεν σπούδασαν περισσότερο οι γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν πολύ κοινωνικός και έξυπνος άνθρωπος, όπως και η μητέρα μου. Ήταν πολύ καλά παραδείγματα, άνθρωποι αποφασισμένοι να είναι μέσα στην κοινωνία. Μη νομίζετε ότι όλοι οι κωφοί έχουν την ίδια νοοτροπία, εξαρτάται από την μόρφωσή τους, τον χαρακτήρα τους, το πόσο ανοιχτόμυαλοι είναι ως άνθρωποι. Η εκπαίδευση δεν είναι τόσο προωθημένη, είναι περισσότερο απλή, γιατί έχει και μια τάση ανικανότητας, δεν πιστεύουμε ότι το κωφό παιδί μπορεί, γι’ αυτό και απλοποιούμε πάρα πολύ την παιδεία που τους δίνουμε».
Μέσα στις βασικές ερωτήσεις που του κάνουν στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη, πέρα από το αν πράγματι έχει γεννηθεί κωφός και δεν έχει ακούσει κανέναν ήχο, είναι αν μπορεί να οδηγήσει και η απάντηση είναι θετική, πώς εκπαιδεύει παιδιά στη νοηματική γλώσσα, αλλά και αν μπορεί να χορέψει από τη στιγμή που δεν ακούει.
«Εμένα μ’ αρέσει η ροκ περισσότερο, είμαι της παλιάς σχολής. Έχω κι εγώ τραγουδιστές-ινδάλματα που θαυμάζω, τον Μάικλ Τζάκσον για παράδειγμα.
Με πολλούς τρόπους μαθαίνω να προσεγγίζω τη μουσική. Η αλήθεια είναι ότι τώρα που έχουμε και τους διερμηνείς είναι πιο εύκολο για μας, όταν ήμουν μικρότερος δεν είχαμε διερμηνείς και βασιζόμουν περισσότερο στην εικόνα στην κίνηση, προσπαθούσα να συνδέσω αν ήταν ζωηρή η κίνηση ή αργή, απαλή. Επειδή ακριβώς δεν ακούω παρατηρούσα συνέχεια με λεπτομέρεια. Αργότερα, έμαθα να αισθάνομαι τους ήχους μέσω των κραδασμών που προκαλούν στα διάφορα υλικά αντικείμενα, στα τραπέζια, στις επιφάνειας. Βέβαια, εκλαμβάνεις απλώς έναν κραδασμό, δεν εκλαμβάνεις διαφορετικούς ρυθμούς. Μόνο αν ανέβει ένταση μπορείς να καταλάβεις κάποια διαφορά.
Επίσης, διάβαζα πολύ τους στίχους και μετά προσπαθούσα να συνδέσω το ύφος του στίχου με το αντίστοιχο μουσικό. Μετά, ρωτούσα τους διερμηνείς, μου εξηγούσαν τον ρυθμό, μου περιέγραφαν ουσιαστικά στη νοηματική, δηλαδή αυτό το τραγούδι μοιάζει σαν ένα νανούρισμα, σαν ένα τρένο που φεύγει. Λίγο από ‘δω, λίγο από ‘κει, συγκέντρωνα όλες τις πληροφορίες και με βάση την εμπειρία μου προσέγγιζα τη μουσική.
Τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, κατάλαβα ότι ήταν πολύ βαθιές συνθέσεις, με πολύ βαθύ νόημα και επειδή απέδωσα κι ένα από τα τραγούδια του στη νοηματική, φρόντισα το ύφος να είναι ίδιο, να είναι βαρύ και βαθύ. Σε αντιδιαστολή με τα τραγούδια του Γιάννη Πάριου που για κάποιους είναι νησιώτικα, πιο ελαφρά. Δεν είναι της αρεσκείας μου. Η Μαρινέλλα παλιά μου φαινόταν περισσότερο καλλιτέχνιδα, τώρα έχουν περάσει τα χρόνια, έχει αποδυναμωθεί κάπως και η αλήθεια είναι ότι μερικά μουσικά στιλ, ταιριάζουν σε συγκεκριμένες εποχές, οι οποίες έχουν παρέλθει και θεωρούνται κι αυτά παρωχημένα. Ένα άλλο παράδειγμα, από το εξωτερικό, η Τζένιφερ Λόπεζ. Είναι σαν μια κούκλα μπερδεμένη που στριφογυρίζει από δω κι από ‘κει, δεν μπορώ να προσεγγίσω το δικό της ύφος. Μου φαίνεται λίγο βιτρίνα, λίγο επιφανειακή, αυτό που δείχνει απ’ έξω και δεν μπορώ να ξέρω αν είναι τελικά καλή τραγουδίστρια ή όχι. Εν πάση περιπτώσει, μαθαίνω. Εξαρτάται αν το κωφό άτομο δείχνει ενδιαφέρον ή όχι στη μουσική. Εγώ προσπαθώ να μαθαίνω λίγο απ’ όλα, σε κάποιους άλλους αρέσει να μένουν μόνο σ’ ένα πράγμα».
Απολαμβάνει και τη συμμετοχή του στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη και την επαφή με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες.
«Οι συζητήσεις που κάνουμε στις συναντήσεις μεταξύ μας τα ζωντανά βιβλία είναι πολύ βαθιές και ουσιαστικές. Έχουμε μια πραγματική ανταλλαγή, γιατί στο δικό μας χρόνο, που εκεί υπάρχει, τολμούν να πουν ‘δεν το κατάλαβα, εξήγησέ το μου πάλι’, μια ουσιαστική ανταλλαγή, κάτι που δεν γίνεται πάντα με τις αναγνώσεις».
Υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα δομών για τους κωφούς και ακόμη περισσότερα εμπόδια για όσους θέλουν να βοηθήσουν, ωστόσο, κλείνει αισιόδοξα μιλώντας για τη ΔΡΩ που «προσπαθεί να δίνει διεξόδους και δρόμους στους ανθρώπους, για να ξεπερνούν τα εμπόδια, να βρίσκει λύσεις. Υπάρχουν πολλά φώτα κι αν θέλεις, μπορείς να πας προς αυτά».
*Στη συνέντευξη του Νίκου διερμηνέας ήταν η κύρια Φωτεινή Σκαφίδα. Την ευχαριστούμε πολύ.
Ζωντανή Βιβλιοθήκη (http://www.humanlibrary.gr/index.php/el/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου