Έτος 1204. Οι ορδές της Δ' Σταυροφορίας ξεχύνονται στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη διαμελίζουν. Ιταλοί και Γάλλοι οι περισσότεροι, οι σταυροφόροι ιδρύουν δουκάτα και πριγκιπάτα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Με βάση τη συμφωνία διαμελισμού που έχει υπογραφεί πριν από την κατάκτηση ακόμη, στη Βενετία έχουν κατακυρωθεί πολύ περισσότερα εδάφη απ' όσα μπορεί να καταλάβει με τις δυνάμεις της. Δίνει έτσι το δικαίωμα στους γόνους των αρχοντικών οικογενειών της να προχωρήσουν στην κατάληψη νησιών του Αιγαίου.
Ο Σανούντο, ο Ντάντολο, ο Μπαρόζι, ο Φόσκολο και άλλοι Ενετοί ευγενείς καταλαμβάνουν ένα ένα τα νησιά των Κυκλάδων. Στην Τήνο φτάνουν τ' αδέλφια Αντρέας και Ιερεμίας Γκίζι. Η οικογένειά τους θα διοικήσει το νησί μέχρι το 1390, οπότε θα περάσει στην άμεση δικαιοδοσία της Γαληνοτάτης για άλλα 325 χρόνια. Μαζί με τη θρησκεία και τα άλλα έθιμά τους, οι Φράγκοι ιππότες έφεραν στις νέες κτήσεις και τα οικόσημά τους, με πρώτο και καλύτερο το έμβλημα της Βενετίας. Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου δεν παρέλειπε να τοποθετεί το γνωστό φτερωτό λέοντα σε κάθε μέρος, κάθε φρούριο, κάθε περιοχή που έπεφτε στα χέρια της, σβήνοντας σχολαστικά τα ίχνη κάθε προηγούμενου εμβλήματος. Αλλά και όλοι οι άρχοντες και οι τιτλούχοι (ρέκτορες, βάιλοι, προβλεπτές, φρούραρχοι...) εντοίχιζαν τα οικόσημά τους στα υπέρθυρα των αρχοντικών και στις εκκλησίες που έχτιζαν, στα φρούρια, στις αποθήκες, στα πηγάδια των κτημάτων τους και, φυσικά, στις πλάκες που σκέπαζαν την τελευταία τους κατοικία. Δίπλα ή πάνω από το δικό τους οικόσημο οι ανώτεροι τιτλούχοι μπορούσαν να τοποθετήσουν το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, δικαίωμα που δεν διέθεταν οι οφικιούχοι δεύτερης τάξης.
Η αθηναϊκή γλαύκα και ο ρωμαϊκός αετός
Είναι άραγε οι Φράγκοι ιππότες οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν οικόσημα στον ελλαδικό χώρο; Ας πάμε πολλούς αιώνες πίσω, στην αρχαία Ελλάδα. Εξω από τη Θήβα ο στρατός του Πολυνείκη ετοιμάζεται να επιτεθεί στην πόλη. Η πένα του μεγάλου λογοπλάστη Αισχύλου, εξιστορώντας τις προετοιμασίες και την ατμόσφαιρα που επικρατεί, περιγράφει, μεταξύ άλλων, με λεπτομέρειες τις ασπίδες των εφτά πολεμάρχων με τα εμβλήματα που απεικονίζονται σε καθεμιά από αυτές. Με τη βοήθειά τους, οι οπλίτες μπορούσαν να τους ξεχωρίζουν πιο εύκολα στη διάρκεια της μάχης. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για κάποιου είδους οικόσημο -ένα σήμα ή σύμβολο που διακρίνει μια οικογένεια, μια πόλη, μια φυλετική ομάδα, από όλες τις άλλες. Αυτό επιτρέπει σε κάποιους να υποστηρίζουν ότι η χρήση των οικοσήμων ξεκίνησε στην πραγματικότητα από την αρχαία Ελλάδα. Και αν η περιγραφή του Αισχύλου είναι μια από τις παλαιότερες σχετικές γραπτές αναφορές, δεν είναι πάντως η πρώτη: ο Όμηρος στα έπη του είχε ήδη περιγράψει τη χρήση παρόμοιων οικογενειακών εμβλημάτων, τα οποία συνήθως εικονίζονταν πάνω στον οπλισμό των πολεμιστών. Έπειτα τα όπλα περνούσαν από πατέρα σε γιο, από γενιά σε γενιά, κι έτσι τα εμβλήματά τους κατέληγαν ν' αποτελούν διακριτικό της συγκεκριμένης οικογένειας.
Οι ελληνικές πόλεις-κράτη, άλλωστε, ήταν οι πρώτες που αποδεδειγμένα χρησιμοποίησαν κρατικά εθνόσημα, απεικονίζοντάς τα πάνω στα νομίσματα, αλλά και σε δεσπόζοντα σημεία τους. Η Αθήνα είχε τη γλαύκα, ιερό πουλί της προστάτιδάς της Αθηνάς. Η Αίγινα, μια θαλάσσια χελώνα. Και οι στρατιώτες της Σπάρτης ζωγράφιζαν στις ασπίδες τους ένα κόκκινο Λ, για να υπενθυμίζουν περήφανα σ' εχθρούς και φίλους για ποια πατρίδα καλούνταν να επιστρέψουν «ή ταν ή επί τας»: για την ηρωική Λακεδαίμονα. Όσο για τους Ρωμαίους, οι στρατιές τους έχτισαν μια αυτοκρατορία πολεμώντας κάτω από το λάβαρο με τον πασίγνωστο αετό της Ρώμης.
Μπορεί οι ρίζες να ανιχνεύονται στην αρχαία Ελλάδα, όμως η χρήση των οικοσήμων γενικεύτηκε στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Το θεσμό ανέπτυξαν οι ευγενείς, υιοθετώντας ένα έμβλημα και απεικονίζοντάς το στις σφραγίδες και στις ασπίδες τους. Στα τέλη του 12ου αιώνα η συνήθεια άρχισε σιγά σιγά να επικρατεί στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, ενώ μέσω των Νορμανδών μεταφέρθηκε και στην Αγγλία. Με τις Σταυροφορίες και τις «γιόστρες» -τους αγώνες κονταρομαχίας- που συγκέντρωναν ιππότες από διάφορες χώρες, τα οικόσημα γνώρισαν μεγάλη άνθηση όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στο μουσουλμανικό κόσμο. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που δημιουργήθηκε πραγματική αναρχία, με τον κάθε ευγενή ή... λιγότερο ευγενή να υιοθετεί το δικό του οικόσημο, πράγμα που ανάγκασε τον βασιλιά Ερρίκο Ε' να βάλει μια τάξη, θεσπίζοντας κανονισμούς και αναθέτοντας την τήρησή τους σ' έναν αξιωματούχο της αυλής. Και δεν ήταν μόνο οι οικογένειες που είχαν τα οικόσημά τους: ο θεσμός επεκτάθηκε σε συντεχνίες, επαγγελματικές αδελφότητες, κολέγια, τις τέσσερις νομικές σχολές του Λονδίνου, πόλεις, ακόμη και στα βασίλεια, συνήθεια που άλλωστε παραμένει μέχρι τις μέρες μας.
Από την εποχή των ιπποτών
Ας επιστρέψουμε όμως στον κόσμο του φράγκικου Αιγαίου, τη Ρωμανία, όπως λεγόταν εκείνη την εποχή. Οι νέοι άρχοντες της περιοχής, οι Φράγκοι δούκες και πρίγκιπες, αρχίζουν να παραχωρούν τίτλους ευγενείας στους υπηκόους τους, για τις υπηρεσίες τους ή αναγνωρίζοντας τη μεγάλη οικονομική τους δύναμη. Άλλοι πάλι γίνονται «ευγενείς» με μικτούς γάμους, αποκτώντας έτσι το δικαίωμα να έχουν το δικό τους οικόσημο. Στην Τήνο, τα υπέρθυρα των αρχοντικών της τότε πρωτεύουσας, του Κάστρου, γεμίζουν σιγά σιγά με οικόσημα από ντόπιο μάρμαρο, λαξεμένα από ντόπιους τεχνίτες. Πότε πότε χρησιμοποιούνται υλικά από αρχαία οικοδομήματα (φερμένα καμιά φορά από τη Δήλο), τα οποία λαξεύονται ξανά.
Όταν τελικά οι Ενετοί εκδιώκονται από τους Οθωμανούς, το 1715, τα οικόσημα έχουν σε τέτοιο βαθμό ενσωματωθεί στα ντόπια έθιμα, που η χρήση τους περνάει στους νέους άρχοντες του νησιού. Και δεν είναι μόνον οι απόγονοι των παλιών ευγενών, αλλά και η νέα, αναδυόμενη τάξη των πλούσιων εμπόρων και των αστών, οι οποίοι οικειοποιούνται παλιά, εγκαταλειμμένα οικόσημα, τα τροποποιούν, προσθέτουν τα αρχικά τους και τα χρησιμοποιούν στα σπίτια τους. Άλλοι κατασκευάζουν δικά τους, εντελώς πρωτότυπα οικόσημα, συνδυάζοντας με αυθαίρετο τρόπο διάφορα στοιχεία.
Στο πέρασμα των χρόνων πολλά από τα παλιά οικόσημα του νησιού εξαφανίστηκαν. Αλλά μετακινήθηκαν σε διαφορετικά σημεία. Πολλών η προέλευση ξεχάστηκε, σε σημείο που κανείς σήμερα να μη θυμάται σε ποια οικογένεια ανήκαν. Παρ' όλα αυτά αρκετά παραμένουν σκορπισμένα σε διάφορα σημεία του νησιού, σπίτια, εκκλησίες, μοναστήρια, τάφους, μουσεία. Το καθένα τους έχει να διηγηθεί μια ιστορία. Και όλα κρατούν ακόμη κάτι από τη γοητεία και το μυστήριο μιας μακρινής, ηρωικής εποχής. Της εποχής των ιπποτών.
Οικόσημο του Γαβριήλ Ταταράκη, σε διώροφο κτήριο της Πλάκας Τήνου. Πάνω διακρίνεται η χρονολογία 1702. |
Οικόσημο οικογένειας Σιγάλα, 1738 Νικόλαος Σιγάλας, καθολικός επίσκοπος Τήνου και Μυκόνου (1716-1738) Οικογένεια της Τήνου, της Σαντορίνης και της Κέρκυρας, με ιταλικές ρίζες. |
Οικόσημο οικογένειας Μοάτσου, 1439 - 1584 Οικισμός: Ξινάρα (νήσος Τήνος), Καθολική Αρχιεπισκοπή Οικογένεια της Τήνου και της Κρήτης, βενετικής καταγωγής. |
Κείμενο: Τιτίνα Σπερελάκη
Πηγή ηλεκτρονικής αναδημοσίευσης: www.kykladesnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου